latest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
latest (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- τελευταίος, το πιο πρόσφατο ή νέο
- ↪ the latest fashion - η τελευταία μόδα
- ↪ the latest information - οι τελευταίες πληροφορίες
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
latest (en)
- υπερθετικός βαθμός του late