laŭ
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- laŭ < γερμανική laut, γίντις lojt
laŭ (eo)
- κατά, σύμφωνα με
- laŭ lia opinio, κατά τη γνώμη του, σύμφωνα με τη γνώμη του
- χάρη σε, λόγω, επί τη ευκαιρία
- li vizitis la lando laŭ invito de la registaro, επισκέφτηκε τη χώρα λόγω πρόσκλησης της κυβέρνησης