let fly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
let fly (en)
- (ιδιωματισμός) ρίχνομαι, επιτίθεμαι σε κάποιον χτυπώντας τον ή μιλώντας του θυμωμένος
- ↪ I have no idea why he let fly at me.
- Ούτε ξέρω γιατί μου ρίχτηκε.
- ↪ I have no idea why he let fly at me.
Πηγές[επεξεργασία]
- fly (idioms): let fly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω