let know

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

let know < → δείτε τις λέξεις let και know

Έκφραση[επεξεργασία]

let know (en)

  • (ιδιωματισμός) ειδοποιώ κάποιον, απαντάω σε κάποιον
    I will look at your proposals and I will let you know.
    Θα κοιτάξω τις προτάσεις σας και θα σας ειδοποιήσω.
    I will think about it and let you know.
    Θα το σκεφτώ και θα σας απαντήσω σύντομα.

Πηγές[επεξεργασία]