libeccio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- libeccio < αραβική لباش (labāš) < αρχαία ελληνική λίψ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /liˈbet.t͡ʃo/
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
libeccio (it) αρσενικό (πληθυντικός libecci)
Πηγές[επεξεργασία]
- libeccio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).