limace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
limace (fr) θηλυκό
- (ζωολογία) ο γυμνοσάλιαγκας
- (μεταφορικά) νωθρός, μαλθακός άνθρωπος
limace (fr) θηλυκό