luftig

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

luftig (de)

  1. (για δωμάτιο) αερισμένος
  2. (για ρούχα) ελαφρός

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  Luft