luftig
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
luftig (de)
- (για δωμάτιο) αερισμένος
- (για ρούχα) ελαφρός
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Luft