make one sick

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

make one sick < → δείτε τις λέξεις make, one και sick

Έκφραση[επεξεργασία]

make one sick (en)

  • (ιδιωματισμός) αηδιάζω, ξερνάω, φέρνω αηδία
    It makes me sick just thinking of it.
    Αηδιάζω μονάχα που το σκέφτομαι.
    It’s enough to make you sick.
    Είναι ν' αηδιάζεις/να ξερνάς.
    You make me sick.
    Μου φέρνεις αηδία.

Πηγές[επεξεργασία]