makeshift

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

makeshift < make + shift

Προφορά[επεξεργασία]

  (ΗΠΑ)

Επίθετο[επεξεργασία]

makeshift (en)

  • πρόχειρος, χρησιμοποιείται προσωρινά για συγκεκριμένο σκοπό επειδή το πραγματικό δεν είναι διαθέσιμο
    The earthquake victims were housed in makeshift accommodations.
    Οι σεισμόπληκτοι στεγάστηκαν σε πρόχειρα καταλύματα.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]