makeshift
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
makeshift (en)
- πρόχειρος, χρησιμοποιείται προσωρινά για συγκεκριμένο σκοπό επειδή το πραγματικό δεν είναι διαθέσιμο
- ↪ The earthquake victims were housed in makeshift accommodations.
- Οι σεισμόπληκτοι στεγάστηκαν σε πρόχειρα καταλύματα.
- ↪ The earthquake victims were housed in makeshift accommodations.