malaliĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα malaliĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | malaliĝas | malaliĝanta | malaliĝata |
αόριστος | malaliĝis | malaliĝinta | malaliĝita |
μέλλοντας | malaliĝos | malaliĝonta | malaliĝota |
υποθετική | malaliĝus | - | - |
προστακτική | malaliĝu | - | - |
malaliĝi (eo)
- διακόπτω τη συνδρομή μου, διαγράφομαι από συνδρομητής