malsorbiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα malsorbiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | malsorbiĝas | malsorbiĝanta | malsorbiĝata |
αόριστος | malsorbiĝis | malsorbiĝinta | malsorbiĝita |
μέλλοντας | malsorbiĝos | malsorbiĝonta | malsorbiĝota |
υποθετική | malsorbiĝus | - | - |
προστακτική | malsorbiĝu | - | - |
malsorbiĝi (eo)