mega-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Διεθνείς όροι[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mega- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική μέγας
Πρόθημα[επεξεργασία]
mega-
- (μαθηματικά) δηλώνει πολλαπλάσιο της τάξης του 106 ή 1.000.000 (ένα εκατομμύριο). Σύμβολο M.