next door
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
next door (en) (χωρίς παραθετικά)
- πλάι, δίπλα
- ↪ I hear people next door.
- Ακούω κόσμο πλάι.
- ↪ He borrowed bread from next door.
- Δανείστηκε από δίπλα ψωμί.
- ↪ I will borrow it from (those) next door.
- Θα το δανειστώ από τους δίπλα.
- ↪ I hear people next door.