door
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- door < μέση αγγλική dor / dore < αγγλοσαξονική dor / duru < πρωτογερμανική *durz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰwer-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
door (en)