not much of a
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
not much of a (en)
- (ιδιωματισμός) δεν αξίζω πολλά σαν, δεν λέω πολλά σαν, όχι καλά
- ↪ He was not much of a teacher.
- Δεν αξίζει πολλά σαν δάσκαλος.
- ↪ It was not much of a dinner.
- Δεν έλεγε πολλά σαν γεύμα.
- ↪ He was not much of a teacher.