oś
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
oś < πρωτοσλαβική *osa
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oś (pl) θηλυκό
- (μαθηματικά), (κοινά), (μεταφορικά) άξονας