on and off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
on and off (en)
- κατά διαλείμματα
- ↪ It rained on and off all day.
- Έβρεχε κατά διαλείμματα όλη την ημέρα.
- ≈ συνώνυμα: intermittently
- ↪ It rained on and off all day.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 223. ISBN 9780194325684., λήμμα: διάλειμμα