one-time
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
one-time (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό, χωρίς παραθετικά)
one-time (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό, χωρίς παραθετικά)