orderly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | orderly |
συγκριτικός | more orderly |
υπερθετικός | most orderly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
orderly (en)
- τακτικός, που είναι τακτοποιημένος με προσεκτικό και λογικό τρόπο
- ↪ An orderly man knows where he puts his things.
- Ένας τακτικός άνθρωπος ξέρει πού βάζει τα πράγματά του.
- ↪ He is orderly in his habits.
- Είναι τακτικός στις συνήθειές του.
- ≠ αντώνυμα: disorderly
- ↪ An orderly man knows where he puts his things.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- orderly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: τακτικός