outstanding
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | outstanding |
συγκριτικός | more outstanding |
υπερθετικός | most outstanding |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
outstanding (en)
- εντυπωσιακός, εξαιρετικός, ξεχωριστός, πολύ καλό
- εκκρεμής, ανεξόφλητος, για πληρωμή, δουλειά, προβλήματα κτλ. που δεν έχει ακόμη πληρωθεί, γίνει, λυθεί κτλ.
- ↪ outstanding work/debts - εκκρεμείς δουλειές/οφειλές
- ↪ an outstanding loan - ανεξόφλητο δάνειο
- περίβλεπτος, πολύ προφανές ή σημαντικό