overwhelming
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- overwhelming: μετοχή > και ως επίθετο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌəʊ.vəˈwel.mɪŋ/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
overwhelming (en)
- ακαταμάχητος
- συντριπτικός· πολύ ισχυρός, μεγάλος, εκτεταμένος
- έντονος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
overwhelming (en)