pétrin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pétrin (fr) αρσενικό

  1. η σκάφη όπου κάποιος ζυμώνει το ψωμί ή το αντίστοιχο μηχάνημα (ζυμωτήριο)
  2. πινακωτή