peinture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
peinture (fr) θηλυκό
- η ζωγραφική, η ζωγραφιά
- Un artiste-peintre : ένας ζωγράφος (καλλιτέχνης).
- η μπογιά
- Un peintre en bâtiment : ένας μπογιατζής.
- Attention ! Peinture fraîche ! : προσοχή στη μπογιά !