peksimet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

peksimet < κληρονομημένο από την οθωμανική τουρκική بكسمات (peksimet) και بكسماد (beksemad) < νέα ελληνική παξιμάδι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɛc.si.ˈmɛt/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

peksimet (tr)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]