pióro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pióro (pl) ουδέτερο
- το φτερό, το στέλεχος των φτερών στα πουλιά
- η πένα
- ο κονδυλοφόρος
- το εργαλείο για έγχορδα
- η συγγραφική ικανότητα ή δεινότητα