φτερό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτερό τα φτερά
      γενική του φτερού των φτερών
    αιτιατική το φτερό τα φτερά
     κλητική φτερό φτερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σχηματική απεικόνιση ενός τυπικού φτερού πτηνού:

1. γένειο
2. ράχη
3. μύστακας
4. θύσανος πτίλων (afterfeather/hyporachis)
5. κάλαμος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτερό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φτερό(ν) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτερόν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φτερό ουδέτερο

  1. (ορνιθολογία) το καθένα από τα δύο μέλη (άνω άκρα) του σώματος των πτηνών και τα αντίστοιχα αρκετών εντόμων που χρησιμεύουν στο πέταγμα
  2. στέλεχος του φτερού πουλιού με αρκετές διακλαδώσεις
  3. εργαλείο ξεσκονίσματος που αποτελείται συνήθως από φτερά ή απομιμήσεις φτερών
  4. καθετί που μοιάζει ή που λειτουργεί ως φτερό ή πτερύγιο, ιδίως οι πτέρυγες των αεροπλάνων
  5. (στο αυτοκίνητο) το μεταλλικό προστατευτικό κάλυμμα των τροχών
  6. (αθλητισμός) κατηγορία στην πυγμαχία και στην πάλη → δείτε την έκφραση κατηγορία φτερού
  7. (αθλητισμός) το χαρακτηριστικό μπαλάκι του μπάντμιντον

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα φτερ-

θέμα πτερ-

Δεν σχετίζεται με τη φτέρνα ή το φταρνίζομαι.
άλλα θέματα → δείτε  πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-

Μεταφράσεις[επεξεργασία]