φτεροκοπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φτεροκοπώ
- "κόβω" τον αέρα με τα φτερά, κινώ τα φτερά γρήγορα (για τα πουλιά)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το ελληνιστικό ή μεσαιωνικό "πτεροκοπῶ" είχε την έννοια "κόβω τα φτερά"