πτερύγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτερύγιο < αρχαία ελληνική πτερύγιον (υποκοριστικό) < πτέρυξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτερύγιο ουδέτερο
- (ιχθυολογία) απόφυση ή όργανο ψαριών και υδρόβιων ζώων, που μοιάζει με μικρό φτερό
- (κατ' επέκταση) εξάρτημα αντικειμένου, που μοιάζει με μικρό φτερό