εξάρτημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξάρτημα < (ελληνιστική κοινή) ἐξάρτημα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈksaɾ.ti.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξάρτημα ουδέτερο
- οποιοδήποτε τμήμα μίας μεγαλύτερης μηχανής που χρησιμεύει για έναν ορισμένο σκοπό και μπορεί να αποσπαστεί
- το εργαλείο