mentonnet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mentonnet < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mentonnet | mentonnets |
mentonnet (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) μεταλλικό εξάρτημα που χρησιμεύει σαν όριο της μετακίνησης ενός άλλου