pięściarz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pięściarz < pięść
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pięściarz (pl) αρσενικό
- ο πυγμάχος
pięściarz (pl) αρσενικό