picket

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/ˈpɪkɪt/

Ετυμολογία en[επεξεργασία]

ύστερος 17ος αιώνας: picket (υποδηλώνοντας μυτερό πάσσαλο, στον οποίο στεκόταν στο ένα πόδι στρατιώτης υπό τιμωρία) < γαλλικά: piquet «αιχμηρός-μυτερός πάσσαλος» < piquer «τρυπώ» < pic «ακόντιο, δόρυ»

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

picket (en)

  1. διαδήλωση που μπλοκάρει πέρασμα
    • picket line: η γραμμή που σχηματίζουν διαδηλωτές που μπλοκάρουν την κίνηση
  2. διαδηλωτής, διαδηλώτρια
    • περιφραστικά: protestor who blocks entry to sth
  3. πάσσαλος, παλούκι
    • περιφραστικά: wooden post