pioneer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pioneer (en)
- o σκαπανέας, ο πρωτοπόρος
- ο πιονιέρος
Ρήμα[επεξεργασία]
- πρωτοπορώ, ανακαλύπτω, εγκαινιάζω γνωστικό τομέα
pioneer (en)