pipilare
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Απαρέμφατο[επεξεργασία]
pipilare (la)
- απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος pipilo
Πηγές[επεξεργασία]
- pipilare - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.