pleasant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | pleasant |
συγκριτικός | pleasanter / more pleasant |
υπερθετικός | pleasantest / most pleasant |
pleasant (en)
- ευχάριστος, ωραίος, απολαυστικός
- (για άνθρωπο) ευχάριστος, πρόσχαρος