popularly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

popularly < popular + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

popularly (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • popularly known: ευρέως γνωστό