possessed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
possessed (en)
- δαιμονισμένος· που έχει καταληφθεί από πονηρά πνεύματα, που ελέγχεται από διαλοβικές δυνάμεις
Παράγωγα[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
possessed (en)