prefer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | prefer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | prefers |
αόριστος | preferred |
παθητική μετοχή | preferred |
ενεργητική μετοχή | preferring |
Ρήμα[επεξεργασία]
prefer (en)
- προτιμώ
- ↪ He preferred to resign rather than give in to their blackmail.
- Προτίμησε να παραιτηθεί παρά να ενδώσει στους εκβιασμούς τους.
- ↪ He preferred to resign rather than give in to their blackmail.