pren-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pren- < γαλλική preni

Ρίζα[επεξεργασία]

pren- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: παίρνω

Παράγωγα[επεξεργασία]