przy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Πρόθεση[επεξεργασία]

przy (pl)

  1. (τοποθεσία) κοντά, δίπλα
  2. (χρονικά) με, επί
    zrobię to przy okazji - θα το κάνω επί τη ευκαιρία

Πρόθημα[επεξεργασία]

przy (pl)

  1. δείχνει επίτευξη της ενέργειας