publicise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας publicise
γ΄ ενικό ενεστώτα publicises
αόριστος publicised
παθητική μετοχή publicised
ενεργητική μετοχή publicising

Ρήμα[επεξεργασία]

publicise (en)

  • (βρετανική γραφή) προβάλλω
    The workers are trying to assert their demands and publicise their struggle on TV.
    Οι εργαζόμενοι προσπαθούν να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους και να προβάλλουν τον αγώνα τους στην τηλεόραση.
     συνώνυμα: promote

Άλλες γραφές[επεξεργασία]