purchasing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

purchasing (en)

  • αγορά (η πράξη της αγοραπωλησίας)

Συγγενικά[επεξεργασία]

purchase, purchaser

Επίθετο[επεξεργασία]

purchasing (en)

purchasing power - αγοραστική δύναμη

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

purchasing (en)