purchase

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
purchase purchases

purchase (en) (επίσημο)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αγορά, η ενέργεια του να αγοράζω
    purchase with installments - αγορά με δόσεις
    Everyone has contributed to the purchase of the car.
    Όλοι έχουν συμβάλει στην αγορά του αυτοκίνητου.
     συνώνυμα: buying
  2. το ψώνιο, κάτι που έχω αγοράσει
    It was a good purchase.
    Ήταν καλό ψώνιο.
    In the evening, he came back loaded with a big sack of purchases.
    Το βράδυ γύρισε φορτωμένος με μια μεγάλη σακούλα ψώνια.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας purchase
γ΄ ενικό ενεστώτα purchases
αόριστος purchased
παθητική μετοχή purchased
ενεργητική μετοχή purchasing

purchase (en)

  • αγοράζω
    I purchased retail not wholesale.
    Αγόρασα λιανικά όχι χονδρικά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη buy

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]