quite a bit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
quite a bit (en)
- (ιδιωματισμός) αρκετός, αρκετούτσικος, πολλοί μα όχι σε υπερβολικό βαθμό
- ↪ He spent quite a bit of money so it goes well.
- Για να γίνει καλά ξόδεψε αρκετά χρήματα.
- ↪ These days I earn quite a bit of money.
- Τώρα πια κερδίζω αρκετούτσικα χρήματα.
- ↪ He spent quite a bit of money so it goes well.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρησιμοποιείται μόνο με μη μετρήσιμα ουσιαστικά
- Με μετρήσιμα ουσιαστικά χρησιμοποιείται το quite a few
- Με μη μετρήσιμα κι μετρήσιμα ουσιαστικά χρησιμοποιείται το quite a lot