redimo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

redimo (la)

  1. εξαγοράζω, αγοράζω πάλι
  2. δίνω λύτρα
  3. λυτρώνω, σώνω