rely on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | rely on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | relies on |
αόριστος | relied on |
παθητική μετοχή | relied on |
ενεργητική μετοχή | relying on |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
rely on (en)