reputed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

reputed (en)

  • υποτιθέμενος, που γενικά θεωρείται ότι είναι κάτι ή ότι έχει κάνει κάτι, αν και αυτό δεν είναι σίγουρο
    his reputed father - ο υποτιθέμενος πατέρας του
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη supposed

Πηγές[επεξεργασία]