retiriĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα retiriĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | retiriĝas | retiriĝanta | retiriĝata |
αόριστος | retiriĝis | retiriĝinta | retiriĝita |
μέλλοντας | retiriĝos | retiriĝonta | retiriĝota |
υποθετική | retiriĝus | - | - |
προστακτική | retiriĝu | - | - |
retiriĝi (eo)