revitalization
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
revitalization < revitalize < re- + vital + -ise
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
revitalization (en) και revitalisation
- η αναζωογόνηση, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρήματος αναζωογονώ (revitalize), το να δίνει κάποιος νέα πνοή σε επιχείρηση, άνθρωπο, να τον εγείρει από την αδράνεια, η επανενεργοποίηση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- revitalize και revitalise