rideo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rideo < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈriː.de.oː/

Ρήμα[επεξεργασία]

rideo (la) (rīdeō, rīsī, rīsum, rīdēre)

  1. γελώ, μειδιώ
  2. καταγελώ, περιγελώ
  3. στίλβω, λάμπω

Κλίση[επεξεργασία]